- εικονομαχικός, -ή
- -ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εικονομαχία ή τους εικονομάχους: Ορισμένοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ακολούθησαν εικονομαχική πολιτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.